- ἀνάτριχος
- ἀνά-τριχος, mit aufgesträubtem Haare
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανάτριχος — η, ο (Μ ἀνάτριχος, η, ον) [θριξ, τρίχα] 1. αυτός που ανατριχιάζει, που έχει τις τρίχες σηκωμένες 2. αυτός που προκαλεί ανατριχίλα 3. επίρρ. ανάτριχα α) με τις τρίχες σηκωμένες β) αντίθετα από τη φορά των τριχών, κόντρα … Dictionary of Greek
ἀνάτριχον — ἀνάτριχος with hair bristling backwards masc/fem acc sg ἀνάτριχος with hair bristling backwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)